- κατάτμητος
- -ον (Α κατάτμητος, -ον) [κατατέμνω]αυτός που έχει κατατμηθεί, ο κατατεμαχισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύτμητος — ον, Α 1. πολύ τεμαχισμένος, κατάτμητος 2. (με ενεργ. μτβ. σημ.) μτφ. (για οξύ πόνο) πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τμητός (< θ. τμη τού τέμνω*), πρβλ. νεό τμητος] … Dictionary of Greek